- ξεροψήνω
- ξερόψησα, ξεροψήθηκα, ξεροψημένος, ψήνω κάτι ώσπου να γίνει ξερό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεροψήνω — ξεροψήνω, ξερόψησα βλ. πίν. 1 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεροψήνω — 1. ψήνω κάτι ώσπου να γίνει ξερό, ψήνω κάτι πολύ και σιγά σιγά 2. μτφ. βασανίζω, ταλαιπωρώ … Dictionary of Greek
προφρύγω — Α ξεροψήνω από πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + φρύγω «ξεροψήνω, φρυγανίζω»] … Dictionary of Greek
καβουρντίζω — και καβουρδίζω 1. ξηραίνω κάτι με τη φωτιά, ξεροψήνω, φρύγω («καβουρντίζω σιμιγδάλι») 2. τσιγαρίζω («καβουρντίζω κρεμύδια») 3. συνεκδ. υπερθερμαίνω, ψήνω, κατακαίω 4. μτφ. καταταλαιπωρώ, βασανίζω συνεχώς με τον τρόπο μου ή την επιμονή μου.… … Dictionary of Greek
ξεροψήσιμο — το [ξεροψήνω] ψήσιμο φαγητού ώσπου να γίνει ξερό, αργό και υπερβολικό ψήσιμο … Dictionary of Greek
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek
προφώγνυμι — Α ξεροψήνω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + φώγνυμι «ξηραίνω στη φωτιά, ψήνω»] … Dictionary of Greek
συνεκφρύγω — Α ξηραίνω με τη φωτιά συγχρόνως, φρυγανίζω ταυτοχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκ + φρύγω «ξηραίνω, ξεροψήνω»] … Dictionary of Greek
υποφώγω — Α ψήνω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φώγω «ξεροψήνω»] … Dictionary of Greek
φοξός — ή, όν, ΜΑ μυτερός, σουβλερός («αὐτὰρ ὕπερθεν φοξὸς ἔην κεφαλὴν [ὁ Θερσίτης]», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. επίθ. το οποίο εμφανίζει το επίθημα σός τής καθημερινής γλώσσας (πρβλ. καμψός, λοξός, φριξός). Η σύνδεση με τη λ. φάγρος (Ι)*… … Dictionary of Greek